ὑπερθετικῶς

ὑπερθετικῶς
ὑπερθετικός
superlative
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερθετικώς — ὑπερθετικῶς ΝΜΑ (λόγιος τ.) βλ. υπερθετικός …   Dictionary of Greek

  • υπερθετικός — ή, ό, / ὑπερθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι] γραμμ. ο βαθμός σύγκρισης που δηλώνει ότι το ουσιαστικό έχει την εκφραζόμενη από το επίθετο ιδιότητα ή ποιότητα στον πιο υψηλό, στον ανώτατο βαθμό («ο υπερθετικός βαθμός τών επιθέτων σχηματίζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”